- ημιμόνιμος
- η , ο [ος, ον] непостоянный, временный;
ημιμόνιμα έργα — временные сооружения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιμόνιμα έργα — временные сооружения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιμόνιμος — η, ο αυτός που δεν είναι εντελώς μόνιμος, που δεν έχει μόνιμη διάρκεια, που έχει μορφή ή χαρακτήρα προσωρινότητας. επίρρ... ημιμονίμως και ημιμόνιμα όχι εντελώς μόνιμα, προσωρινά … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ποιμενισμός — ο, Ν φρ. «ποιμενισμός ημιμόνιμος» (κοινων.) όρος που αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής με έκδηλα χαρακτηριστικά την εποχική μετακίνηση τών κοπαδιών και τον συνδυασμό τής γεωργίας και τής κτηνοτροφίας για την εξασφάλιση τών αναγκαίων μέσων συντήρησης … Dictionary of Greek